- τερπνότητα
- [-ης (-ητος)] η удовольствие; приятность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τερπνότητα — η / τερπνότης, ητος, ΝΜΑ [τερπνός] η ιδιότητα τού τερπνού, τέρψη, ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
τερπνότητα — η το να είναι κανείς τερπνός, διασκεδαστικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερπνότητα — τερπνότης pleasantness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)